κόρυμβος

κόρυμβος
Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή ανθοφόρων κλαδιών είναι μακρύτεροι από τους μίσχους των υψηλών, με τρόπο ώστε όλα τα άνθη να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο σαν να σχηματίζουν ομπρέλα. Ταξιανθίες αυτού του τύπου σχηματίζουν η αχλαδιά και η κερασιά.
* * *
ο (ΑM κόρυμβος, Α πληθ. κόρυμβοι, οἱ, και κόρυμβα, τὰ)
1. το ακρότατο σημείο
2. (για πλοία) το ακροστόλιο («στεῡται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα», Ομ. Ιλ.)
3. (για όρος) η κορυφή («οἴχοντο φεύγοντες ἐπὶ τοῡ οὔρεος τὸν κόρυμβον», Ηρόδ.)
4. κότσος τών μαλλιών
νεοελλ.
1. αστρον. ο άπηγας
2. βοτ. τύπος ταξιανθίας στην οποία οι ποδίσκοι τών ανθέων, απλοί ή διακλαδισμένοι, εμφανίζονται σε διάφορα ύψη τού άξονά της, αλλά έχουν διαφορετικό μήκος ο καθένας και έτσι όλα τα άνθη βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο
3. φρ. «κόρυμβος οδοντωτός» — κόσμημα τής εσωτερικής ζωφόρου τού θόλου τών τεκτονικών Στοών
μσν.-αρχ.
ο βοτρυοειδής λοφίσκος τού άνθους ή καρπού κισσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το κορυφή, εμφανίζει όμως ένα δυσερμήνευτο έρρινο στοιχείο που ίσως να οφείλεται σε εκφραστικούς λόγους ή να αποτελεί λαϊκό στοιχείο. Το στοιχείο αυτό προκάλεσε την ηχηροποίηση τού άηχου -φ- τρέποντάς το σε -β-.
ΠΑΡ. κορυμβίτης, κορυμβώδης
αρχ.
κορυμβάς, κορύμβη, κορυμβήθρα, κορύμβηλος, κορυμβίας, κορύμβιον
μσν.
κορυμβώ.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κορυμβοφόρος
αρχ.
κορυμβοειδής. (Β συνθετικό) ακροκόρυμβος, δικόρυμβος, κισσοκόρυμβος, τετρακόρυμβος, χρυσοκόρυμβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόρυμβος — uppermost point masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβοις — κόρυμβος uppermost point masc dat pl κόρυμβος uppermost point neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβων — κόρυμβος uppermost point masc gen pl κόρυμβος uppermost point neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβου — κόρυμβος uppermost point masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβους — κόρυμβος uppermost point masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβῳ — κόρυμβος uppermost point masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβα — κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβοι — κόρυμβος uppermost point masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβον — κόρυμβος uppermost point masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”